λατύπος

λατύπος
λᾱτύ?λατύποςXπ-ος (parox.), ,
A stone-cutter, mason, Hp.Fract.31, S.Fr.530, Gal.Thras. 43, CIG(add.)3827v, al. ([place name] Cotiaeum); cf. λαοτύπος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λατύπος — λατύπος, ὁ (Α) αυτός που κόβει, που σπάζει λίθους, λιθοτόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας + τύπος (< τύπτω «σπάζω, χτυπώ»), πρβλ. ορει τύπος, χαμαι τύπος] …   Dictionary of Greek

  • λατύπους — λάτυπος stone cutter masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατύπων — λάτυπος stone cutter masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατύπῳ — λάτυπος stone cutter masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατυπικός — λατυπικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λατύπη («λατυπική τέχνη», Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατύπη ή λατύπος] …   Dictionary of Greek

  • λατυπώ — λατυπῶ, έω (Α) [λατύπος] οικοδομώ με λίθους, κτίζω …   Dictionary of Greek

  • προλατυπώ — έω, Μ πελεκώ λίθους προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λατυπῶ (< λατύπος «λιθοξόος, πελεκητής»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”